Category Archives: Αποσπάσματα

Απόσπασμα: Η στιγμή της επιστροφής

Απόσπασμα από τις διορθώσεις.

“Η Ελένη τρέχει το χέρι της στο ξεφτισμένο δέρμα της πολυθρόνας, γύρω της μεθυσμένα σώματα λυκνίζονται στο μισοσκόταδο του μπαρ. Κι εκείνη πλήττει. Έχει γίνει τόσο τετριμμένη αυτή η λέξη που μόλις τη σκέφτεται θέλει να γυρίσει το διακόπτη και να βρει ένα τρόπο να διασκεδάσει. Μα πλήττει. Πάει καιρός που μπορεί και να αναζητούσε έτσι στα τυφλά τις αιτίες, τα κρυμμένα νοήματα πίσω από το βλέμμα που αναγνωρίζει στον καθρέφτη, αυτή την απώλεια υπομονής, τα σηκωμένα φρύδια, το ελαφρύ ειρωνικό μειδίαμα.

Αντί αυτού κουράζεται με την ίδια της την αναζήτηση και δεν αλλάζει καν στάση παρόλο που νιώθει την πλάτη της ιδρωμένη στο φτηνό υλικό – με τον ιδρώτα προηγούμενων θαμώνων να ποτίζει και τα δικά της ρούχα. Την πιάνει μια αναγούλα, μια κλειστοφοβία. Το παλιό τραύμα την ενοχλεί, το δέρμα της την τραβάει.

Κι έτσι απότομα, βγαίνει από το κλαμπ, σπρώχνοντας αγενέστατα από μπροστά της πιωμένους και απελπισμένους απρόσωπους ανθρώπους που βρίσκονται ανάμεσα σε εκείνη και την πόρτα. Κουνάει το κεφάλι της αρνητικά στον πορτιέρη, όχι δεν θέλει ταξί, και προχωράει αργά στην ψύχρα της Λονδρέζικης νύχτας. Στις εισόδους των κλειστών καταστημάτων αγόρια πίνουν μπύρες από το κουτάκι και καπνίζουν με θολό βλέμμα. Μπροστά της ένα κορίτσι περπατάει ξυπόλητο, ψηλά πέδιλα στο χέρι, πέλματα γκρι από το βρώμικο πεζοδρόμιο.

Αντικρίζει τον εαυτό της στην επόμενη γωνία, η αντανάκλαση της στο τζάμι τη χαιρετάει καθώς πίσω της περνάει ένα από τα τελευταιά λεωφορεία. Παλτό κουμπωμένο μέχρι το λαιμό. Μαύροι κύκλοι. Χέρια στις τσέπες. Σε μία στιγμή – σε μία μαγική στιγμή – η εικόνα που έχει για τον εαυτό της στο μυαλό της ανασταίνεται και σηκώνει τις γροθιές της ενάντια στο κορίτσι με τα χέρια στην τσέπη. Φυσάει κι ακούει το παράπονο σχεδόν, πέφτουν τα μαλλιά της στο πρόσωπο της και χάνει το είδωλο της για μια στιγμή. Κι έτσι όπως κλείνει τα μάτια της τη χτυπάει ανελέητα, σχεδόν σαν τοίχος, το άρωμα της θάλασσας και του χώματος.

 

Είναι κάτι στιγμές – σπάνιες κι ακριβές – που στέκεσαι έξω από τον ίδιο σου τον εαυτό και τον παρατηρείς. Κι αν εκείνη τη στιγμή φυσήξει τέτοιος άνεμος γύρω σου, γίνεσαι φτερό και μπορεί να προσγειωθείς στο είδωλο ή στο όνειρο. Κι η Ελένη το θυμάται ακόμα. Ότι εγκατέλειψε το Λονδίνο κι επέστρεψε εκείνο το βράδυ, εκείνη τη στιγμή. Κι όλη η υπόλοιπη παραμονή ήταν μόνο για να μάθει το γιατί.”

Το γράμμα της Ελένης

Ένα πείραμα τώρα που κάνω τις διορθώσεις – δεν ξέρω αν θα μπει τελικά στη νουβέλα.

Μπορείτε αν θέλετε να ακούσετε και την ηχογράφηση (κλικ στο play).

Η μουσική είναι το εξαιρετικό (podsafe) Pray for Rain της Alison Crowe

Σε είδα χθες το βράδυ στο Covent Garden.

Ή αν όχι εσένα μια μετενσάρκωση σου Λονδρέζικη, έναν Κυνηγό που με κοιτούσε από απέναντι στο μπαρ κι έψαχνε τρόπο να δει μέσα από το πουκάμισο μου.

Μαύρα μάτια. Σαν τα δικά σου. Βελούδινα. Σχεδόν της ερήμου.

Ο Γιάννης με περίμενε στο σπίτι. Δεν βγαίνω συχνά μόνη στο Λονδίνο. Με κουράζει η πόλη, με κουράζουν οι άνθρωποι τελευταία.

 

Και μέσα από αυτή την κούραση, κάπως σα θολούρα είναι, αναδύεσαι μέσα από την ομίχλη. Μελαχρινός. Θεός. Πάλι δεκάξι χρονών.

(…)

Δεν ξέρω αν το θυμάσαι. Ξαπλωμένοι στη μοκέτα. Pavlov’s Dog να παίζουν στο πικάπ του πατέρα σου. Κι εμείς κυρίαρχοι. Και μεθυσμένοι – ένα από εκείνα τα μεθύσια που μπορείς να τα κάνεις μόνο στην εφηβεία σου, όταν το σώμα ολόκληρο φλέγεται και θες να κάνει ένα έτσι να σπρώξεις το δέρμα σου μακριά και να πετάξεις. Σε βρήκα… τότε. Σ’ εκείνα τα μεθύσια. Σ’ εκείνα τα καλοκαίρια.

(…)

Θα σκεφτώ να το πετάξω αυτό το χαρτί. Κάτω κάτω στη σακούλα με τα σκουπίδια για να μη βρεθεί ποτέ. Ή να το πάρω μαζί μου και να το πετάξω στο γραφείο. Κανείς δε διαβάζει ελληνικά.

Πότε έγινες Μύθος και σε βρίσκω έτσι αναπάντεχα στα μπαρ του Λονδίνου.

Νομίζω ότι αραιώνω. Γίνομαι κάπως άυλη… άμορφη.

Ακόμα κι ότι σ’αγάπησα κάποτε αστείο μου φαίνεται.

 

Γαμώτο.

Απόσπασμα: 50.107 λέξεις

Τελείωσα παίδες (απίστευτο μου φαίνεται)

Σα να πέσανε όλα τα πέπλα και όλα τα όρια ήταν για την Ελένη σ’εκείνο το ταξίδι στην Κρήτη. Κι έτσι όπως καθόταν στο τραπέζει του γάμου μόνη της μπορούσε να τους κοιτάει και τους τρεις και να ξέρει πως είναι κομμάτι της χωρίς να φοβάται την κρίση τους. Είχαν βγάλει σακάκια και γραβάτες, μανίκια σηκωμένα, κι είχαν αρχίσει τις παραγγελίες στην ορχήστρα, ο Γιάννης να χαμογελάει στην τραγουδίστρια που η καστανή της φράτζα έκρυβε λίγο το ένα της μάτι κι είχε φωνή βαθιά και χαμόγελο αστραφτερό.

(…)

Το φως επέστρεψε στην πλατεία στο Θραψανό απότομα κι η Ελένη πετάρισε τα μάτια της σαστισμένη. Φέρανε κι άλλη ρακή στο λυράρη κι εκείνος έσκυψε στο νεαρό και ψιθύρησε οδηγίες για την επόμενη μαντινάδα. Ο νεαρός κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, έπιασε διαφορετικά το δοξάρι του και κοίταξε τον άντρα με το λαούτο που κούνησε κι αυτός το κεφάλι και του έκανε νόημα καθώς άλλαξε το ρυθμό. Είχε ένα παίξιμο νευρικό αλλά ζωντανό ο μικρός και μια φωνή αναπάντεχα μελωδική.

(…)

…θάλασσα.

Τελεία και παύλα.

——————-
Δες την ανάρτηση με τις εξηγήσεις αν μπλέχτηκες.
Δες όλα τα αποσπάσματα από Τα Πρωινά Μετά.

Κάνε μου την τιμή στη σελίδα του Τα Πρωινά Μετά στο facebook

Απόσπασμα: 47.579 λέξεις

Προτελευταία (ελπίζω) ανάρτηση.

Πατήσαν ελαφρά ο ένας απέναντι στον άλλον τις πρώτες δύο μέρες αλλά σα να τους έδεσε ο τόπος για μια ακόμα φορά και όλες οι αναμνήσεις – και οι καλές και οι κακές – και μιλήσαν για τις ζωές τους, για το γάμο που πλησίαζε, για το μέλλον, για το αύριο. Πολύ εύκολα, λες και τα χρόνια δεν είχαν περάσει, λες και ήταν μαζί κάθε μέρα. Κι έτσι, ο ένας δίπλα στον άλλον κατάφεραν να χαλαρώσουν από το άγχος που είχχαν όταν πριν βρεθούν σκέφτονταν αυτές τις ημέρες στην Κρήτη. Και μάθανε να γελάνε πάλι μαζί, με τις ίδιες ιστορίες και με τα ίδια πράγματα.

(…)

- Ρε πού θα πάμε για το bachelor θα μου πείτε;
- Μην ανησυχείς γαμπρέ, θα σε περπατήσουμε.
- Ρε μη με πάτε σε τίποτα κωλάδικα και τέτοια θα πάθω τίποτα.
- Ναι, θα πεθάνεις από τη ντροπή σου. Bachelor χωρίς να δούμε και λίγο βυζάκι γίνεται;
Ήταν ξαπλωμένοι στην Αμνισσό, πατικωμένοι σαν τις σαρδέλες από το πλήθος κόσμου από το Ηράκλειο και τα περίχωρα που είχαν κατέβει για μπάνιο Σάββατο πρωί. Η κυρία δίπλα τους που μαλώνει ένα πιτσιρίκι γύρω στα οχτώ αγριοκοιτάει τον Κώστα. “Μαμά είπε βυζάκι!” της λέει ο πιτσιρικάς αποσβολωμένος κι εκείνη τον παίρνει από τον χέρι και κατευθύνονται προς το νερό.
- Φτου σου βρε, έχουμε και παιδιά τριγύρω, λέει η Ελένη γελώντας.
- Σωστά. Και δεν είμαστε και πιτσιρικάδες πια να έχουμε και τη δικαιολογία ε;

(…)

Με το που μπαίνουν καταλαβαίνουν ότι μάλλον έχουν μεγαλώσει πάρα πολύ για τα ροκ μαγαζιά της πρώτης τους νιότης. Οι θαμώνες παρατηρούν με μια ματιά ότι όλοι οι άντρες φοράνε πουκάμισα κι ότι η Ελένη ήρθε με φόρεμα για μπουζούκια και στρέφουν πάλι το βλέμμα στις μπύρες τους και στις δικές τους παρέες.
- Ρε σαν τις μύγες μέσα στο γάλα είμαστε.
- Αφού δε μου έχει πει κανείς ακόμα ‘τράβα κορίτσι μου σε καμιά πίστα’ μπορεί και να τη γλιτώσαμε. Μη πάτε και παραγγείλετε κανα κοκτέιλ μαλάκες. Μπύρα και αντριλίκι παρακαλώ.

Σχόλια εμψύχωσης (όπως) πάντα ευπρόσδεκτα.

——————-
Δες την ανάρτηση με τις εξηγήσεις αν μπλέχτηκες.
Δες όλα τα αποσπάσματα από Τα Πρωινά Μετά.

Κάνε μου την τιμή στη σελίδα του Τα Πρωινά Μετά στο facebook

Απόσπασμα: 43.085 λέξεις

Συνέχεια.

Της Ελένης της κακοφάνηκε στην αρχή αλλά μετά βρήκε την εμπειρία απελευθερωτική. “Το Λονδίνο,” είπε στο Γιάννη κάποτε, “είναι η πόλη του εφήμερου”. Γιατί δεν ήταν μόνο οι φίλοι που ήταν περαστικοί. Περαστικά ήταν και τα μέρη που πηγαίνανε, οι ασχολίες τους, οι δουλειές τους. Κάθε δουλειά ήταν ένα σκαλοπάτι για την επόμενη. Όλοι σκέφτονταν την εμπειρία, το χρήμα, τα πρότζεκτ που θα κάνανε και τί θα προσέθεταν στο βιογραφικό τους για την επόμενη δουλειά.

(…)

Έτσι απλά και χωρίς να το σκέφτονται πολύ η Ελένη, ο Κώστας, ο Ηλίας κι ο Γιάννης βρίσκονταν όλοι μαζί στις διακοπές τους στην Ελλάδα, έλεγαν τα νέα τους, κανονίζαν καφέδες και εξόδους. Και μέναν καλά κρυμμένα τα μυστικά του παρελθόντος, κάτω από μια πατίνα παλιάς φιλίας που είχε αρχίσει να σκονίζεται αλλά την κρατούσαν ακόμα σε περίοπτη θέση, σαν φωτογραφία του παππού που κρέμεται στο σαλόνι και δεν κατεβαίνει ποτέ από σεβασμό στη μνήμη του και στις μνήμες των ζώντων.

Σχόλια εμψύχωσης (όπως) πάντα ευπρόσδεκτα.

——————-
Δες την ανάρτηση με τις εξηγήσεις αν μπλέχτηκες.
Δες όλα τα αποσπάσματα από Τα Πρωινά Μετά.

Κάνε μου την τιμή στη σελίδα του Τα Πρωινά Μετά στο facebook

Απόσπασμα: 40.404 λέξεις

Συνέχεια.

Τα ξημερώματα φώναζε ακόμα στον ύπνο της αλλά ο Γιάννης κοιμόταν δίπλα της και αντί να την ξυπνήσει την έπαιρνε αγκαλιά. Την τέταρτη μέρα στο Παρίσι ξύπνησε και κατάλαβε ότι κοιμόταν μέσα στα χέρια του.
- Καλημέρα, της είπε όταν την ένιωσε να κουνιέται. Άνοιξε τα μάτια της και νυσταγμένα τον κοίταξε.
- Εμ. Γιατί κοιμόμαστε αγκαλιά;
- Δεν κοιμάσαι αλλιώς.
- Φωνάζω ακόμα;
- Ναι.
- Α. Ευχαριστώ, του είπε, πέρασε το ένα της χέρι στη μέση του, βολεύτηκε πιο κοντά του και ξανακοιμήθηκε.

(…)

Έτσι ήταν η ζωή με τον Γιάννη. Σαν τα κανάλια του Λονδίνου. Παλιοί παραπόταμοι το Τάμεση, είχαν σκαφτεί από ανθρώπινα χέρια, μικρά τελωνεία είχαν φτιαχτεί σε κάποια σημεία και το νερό κυλούσε χωρίς να ακούγεται ποτέ. Έτσι μεθοδικά, αργά και αθόρυβα ήταν τα πράγματα μεταξύ τους. Ακόμα και την πρώτη φορά που κάναν έρωτα ήταν σαν επιστροφή, σαν φυσική εξέλιξη, σαν δρόμος που να τον είχαν περπατήσει στο παρελθόν. Ο Γιάννης ήταν τρυφερός εραστής, πάνω από όλα προσεκτικός κι αν του έλειπε η φαντασία το αναπλήρωνε σε χάδια και λόγια που έλεγε ψιθυριστά στο αυτί της Ελένης.

(…)

- Αχ μην αστειεύεσαι. Δεν έχεις ιδέα τί έχω διαβάσει αυτό τον καιρό, τί έχω συζητήσει με τον αναλυτή. Πάω και σε ομάδα.
- Τί ομάδα;
- Ε πάμε όλοι εκεί, οικογένειες, αδέρφια, γκόμενες… ανθρώπων που είναι εξαρτημένοι ξέρεις. Και λέμε τον πόνο μας και συζητάμε τρόπους που τους στηρίζουμε και τέτοια. Αμερικανιά; ρώτησε με ανήσυχο βλέμμα. Η Ελένη συμμαζεύτηκε.
- Τί να σου πω. Σε βοηθάει εσένα;
- Μωρέ εδώ που έχουμε φτάσει αν πίστευα ότι θα βοηθήσει κι ο αγιασμός θα είχα φέρει και παπά να τον διαβάσει, είπε η Μαρία και ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια, η Ελένη κουνώντας το χέρι της πάνω κάτω, κρατώντας αόρατο βασιλικό και δήθεν ραντίζοντας.

Σχόλια εμψύχωσης (όπως) πάντα ευπρόσδεκτα.

——————-
Δες την ανάρτηση με τις εξηγήσεις αν μπλέχτηκες.
Δες όλα τα αποσπάσματα από Τα Πρωινά Μετά.

Κάνε μου την τιμή στη σελίδα του Τα Πρωινά Μετά στο facebook

Απόσπασμα: 36.248 λέξεις

Συνέχεια.

- Δηλαδή θα φύγεις;
- Ναι.
- Συγγνώμη δεν κατάλαβα. Τα φτιάξατε;
- Όχι πώς σου ήρθε.
- Και τί πας να κάνεις στο Λονδίνο.
- Φεύγω ρε Μαρία, φεύγω, δεν αντέχω άλλο. Δε μπορώ άλλο.

(…)

Η εύκολη πρόσβαση στο βουνό και η ήσυχη πόλη προσελκύουν και φωτογράφους, η Δέσποινα έκανε την παλιά αποθήκη σκοτεινό δωμάτιο και έχει χημικά και τα απαραίτητα για τους ρομαντικούς.
- Το έβαλα και στην ιστιοσελίδα, λέει με καμάρι.
- Ιστοσελίδα βρε Δέσποινα.
- Ε, αυτό – λέει και γελάει. Κατάλαβες. Κι έρχονται και μαθητές και χομπίστες, ένας κύριος που ήρθε πέρσι που έβγαλε μια όμορφη φωτογραφία, θέλετε να τη δείτε;

(…)

- Έτσι απλά δε σου είπε τίποτα άλλο; τη ρωτάει ο Γιάννης την ώρα που ξαπλώνουν εκείνο το βράδυ.
- Τίποτα απολύτως.
- Ε τί να πω. Σε αγχώνει;
- Όχι απλά μου φαίνεται κάπως περίεργο.
- Μήπως τον είχες παρεξηγημένο; Μήπως δεν είναι τόσο επίμονος όσο θυμάσαι;
- Λες;

Σχόλια εμψύχωσης (όπως) πάντα ευπρόσδεκτα.

——————-
Δες την ανάρτηση με τις εξηγήσεις αν μπλέχτηκες.
Δες όλα τα αποσπάσματα από Τα Πρωινά Μετά.

Κάνε μου την τιμή στη σελίδα του Τα Πρωινά Μετά στο facebook

Απόσπασμα: 30.621 λέξεις

Συνέχεια.

- Μπορούσες να το σταματήσεις;
Η σιωπή την ενόχλησε όσο τίποτα άλλο εκείνο το βράδυ. Ήταν αυτόματες οι κινήσεις για τη Δέσποινα, ήταν εύκολη η μετάβαση σε μία συμπεριφορά πρακτική και συγκρατημένη, σε μία τακτική περιορισμού ζημιάς – μαθημένη από νοσοκομεία κι εντατικές κι ανθρώπους που είχαν ανάγκη να ταχτοποιήσει τα πράγματα. Κι όμως ένα αγόρι στα είκοσι τρία του την ενόχλησε βαθιά που δεν μπορούσε να μιλήσει και γύρισε να τον κοιτάξει κουρασμένη, εξουθενωμένη, απελπισμένη.

(…)

- Νομίζω πως το έκανε επίτηδες. Καταλαβαίνεις;
Τρέχουν τα δάκρυα έξω από το Τζάνειο πάνω στις φακίδες της Μαρίας κι η Ελένη στέκεται με ένα απέραντο κενό στη θέση του στομαχιού της, την κρατάει αγκαλιά κι αισθάνεται τα δάκρυα να μουσκεύουν το μπλουζάκι της.

(…)

Δεν ακούει τα βήματα των ανθρώπων που περνάνε δίπλα της και δε βλέπει τα βλέμματα που αποστρέφονται, όλοι όσοι είναι στο Τζάνειο φοβούνται μια γυναίκα που κλαίει με τα χέρια δεμένα στα γόνατα της – γιατί η εικόνα μυρίζει θάνατο. Κλάει απελπισμένα, θολώνει το κόσμος γύρω της, η ουλή στην κοιλιά της την τραβάει και δε μπορεί να σταματήσει. Οι ώμοι της χορεύουν από τους λυγμούς και περνάει μια αιωνιότητα πριν καταλάβει ότι κάποιος την αγκαλιάζει και της μιλάει, την ταρακουνάει.

Σχόλια εμψύχωσης (όπως) πάντα ευπρόσδεκτα.

——————-
Δες την ανάρτηση με τις εξηγήσεις αν μπλέχτηκες.
Δες όλα τα αποσπάσματα από Τα Πρωινά Μετά.

Κάνε μου την τιμή στη σελίδα του Τα Πρωινά Μετά στο facebook

Στη Μποέμισσα (για τον Περικλή)

Σύντομο απόσμασμα για τον Περικλή - τιμής ένεκεν στις τεκίλες (σαλούδ), τις κοινωνικές αναλύσεις τα βράδια των Εξαρχείων και την ξεκούραστη φιλία παρόλες τις αποστάσεις.

Μια φορά πήγε μαζί τους και βαρέθηκε το αστείρευτο κέφι τους. Μπουτάκια να ασφυκτιούν μέσα σε μαύρα λεπτά καλσόν, φορέματα κοντά με ντεκολτέ βαθύ, ή τζην και πουκάμισο για τις πιο επαναστάτριες. Οι αντίστοιχες αντιθέσεις μεταξύ γραβάτας και παλιάς ξεχειλωμένης μπλούζας στους άντρες. Τσιγάρα το ένα μετά το άλλο. Αλκοόλ να ρέει – “γεια μας”.

 

Τις βαρέθηκε τις κοπέλες στη Μποέμισσα. Βαρέθηκε τους δήθεν διανοούμενους γκόμενους τους που τραγουδούσαν τη “Δραπετσώνα” λες και ξέραν τί σημαίνει φτώχια και σπίτια ετοιμόρροπα. Τον τρόπο που ξελαρυγγιάζονταν παθιασμένα με στίχους για ναρκωτικά και μαχαιρώματα – και καλά πονεμένοι, και καλά γνώστες, και καλά της ποιότητας. Και τον τρόπο που μετά κουνούσαν τα κορμάκια τους προκλητικά στο “Άναψε το τσιγάρο” για να καβλώσουν τους δήθεν γκόμενους τους, εκκολαπτώμενους διευθυντές τραπέζης και εργολάβους οικοδομών.

Σχόλια εμψύχωσης (όπως) πάντα ευπρόσδεκτα.

——————-
Δες την ανάρτηση με τις εξηγήσεις αν μπλέχτηκες.
Δες όλα τα αποσπάσματα από Τα Πρωινά Μετά.

Κάνε μου την τιμή στη σελίδα του Τα Πρωινά Μετά στο facebook

Απόσπασμα: 27.326 λέξεις

Συνέχεια.

Είχε καλό μάτι. Ήταν οι φωτογραφίες της εικόνες βγαλμένες από καλλιτέχνη, ήταν η ματιά της τέτοια που η Δέσποινα έμενε να χαζεύει πάνω στο χαρτί μέρη που τα ήξερε από παιδί κι όμως κάπως διαφορετικά της φαίνονταν στη φωτογραφία. Όταν ο πατέρας έπεσε εκείνη έφυγε μέσα σε λίγους μήνες με μια παλιά φωτογραφική μηχανή στο χέρι. Πήγε στην Αθήνα, τελείωσε τη σχολή της κι άρχισε να δουλεύει σε μια εφημερίδα για ψίχουλα. Όταν γνώρισε το Φώτη κι έμεινε έγκυος το ανακοίνωσε λες και ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.
- Θα βάλω το όνομα της μαμάς, είπε στη Δέσποινα στο τηλέφωνο.

(…)

Ο Κώστας έχει δέσει τα χέρια του μπροστά του, μια στάση κλειστή και κοιτάει την Ελένη στο πρόσωπο αλλά δε μιλάει. Ο Γιάννης στηρίζεται στον πάγκο, το κεφάλι του κρεμασμένο μπροστά, προσβεβλημένος σχεδόν από την κατάντια της συζήτησης, από την κατάντια της παρέας. Κι ο Ηλίας βηματίζει πάνω κάτω στην κουζίνα σφίγγει και χαλαρώνει τις γροθιές του, οι φλέβες στα μπράτσα του πετάγονται και ηρεμούν σε γρήγορη εναλλαγή.

(…)

… τις δύο τάβλες στο χειρουργικό τραπέζι – “θα μου δέσουν τα χέρια” σκέφτηκε και θυμήθηκε ότι κάπου είχε ακούσει ότι ακόμα και αναίσθητο το σώμα αντιδρά στον πόνο – γέλασε ξέπνοα στην ιδέα μιας σφαλιάρας στο γιατρό την ούρα του χειρουργείου. Και μετά τίποτα. Και μετά σιωπή. Μετά υπήρχε μόνο ο τεχνητός ύπνος που βούλιαξε όταν μαζί με τον αναισθησιολόγο μέτρησε με μια μάσκα που ήταν αφύσικη και ξένη στο πρόσωπο της, “δέκα, εννιά, οχτώ… εφτ….”.

Σχόλια εμψύχωσης (όπως) πάντα ευπρόσδεκτα.

——————-
Δες την ανάρτηση με τις εξηγήσεις αν μπλέχτηκες.
Δες όλα τα αποσπάσματα από Τα Πρωινά Μετά.

Κάνε μου την τιμή στη σελίδα του Τα Πρωινά Μετά στο facebook