Απόσπασμα από τις διορθώσεις.
“Η Ελένη τρέχει το χέρι της στο ξεφτισμένο δέρμα της πολυθρόνας, γύρω της μεθυσμένα σώματα λυκνίζονται στο μισοσκόταδο του μπαρ. Κι εκείνη πλήττει. Έχει γίνει τόσο τετριμμένη αυτή η λέξη που μόλις τη σκέφτεται θέλει να γυρίσει το διακόπτη και να βρει ένα τρόπο να διασκεδάσει. Μα πλήττει. Πάει καιρός που μπορεί και να αναζητούσε έτσι στα τυφλά τις αιτίες, τα κρυμμένα νοήματα πίσω από το βλέμμα που αναγνωρίζει στον καθρέφτη, αυτή την απώλεια υπομονής, τα σηκωμένα φρύδια, το ελαφρύ ειρωνικό μειδίαμα.
Αντί αυτού κουράζεται με την ίδια της την αναζήτηση και δεν αλλάζει καν στάση παρόλο που νιώθει την πλάτη της ιδρωμένη στο φτηνό υλικό – με τον ιδρώτα προηγούμενων θαμώνων να ποτίζει και τα δικά της ρούχα. Την πιάνει μια αναγούλα, μια κλειστοφοβία. Το παλιό τραύμα την ενοχλεί, το δέρμα της την τραβάει.
Κι έτσι απότομα, βγαίνει από το κλαμπ, σπρώχνοντας αγενέστατα από μπροστά της πιωμένους και απελπισμένους απρόσωπους ανθρώπους που βρίσκονται ανάμεσα σε εκείνη και την πόρτα. Κουνάει το κεφάλι της αρνητικά στον πορτιέρη, όχι δεν θέλει ταξί, και προχωράει αργά στην ψύχρα της Λονδρέζικης νύχτας. Στις εισόδους των κλειστών καταστημάτων αγόρια πίνουν μπύρες από το κουτάκι και καπνίζουν με θολό βλέμμα. Μπροστά της ένα κορίτσι περπατάει ξυπόλητο, ψηλά πέδιλα στο χέρι, πέλματα γκρι από το βρώμικο πεζοδρόμιο.
Αντικρίζει τον εαυτό της στην επόμενη γωνία, η αντανάκλαση της στο τζάμι τη χαιρετάει καθώς πίσω της περνάει ένα από τα τελευταιά λεωφορεία. Παλτό κουμπωμένο μέχρι το λαιμό. Μαύροι κύκλοι. Χέρια στις τσέπες. Σε μία στιγμή – σε μία μαγική στιγμή – η εικόνα που έχει για τον εαυτό της στο μυαλό της ανασταίνεται και σηκώνει τις γροθιές της ενάντια στο κορίτσι με τα χέρια στην τσέπη. Φυσάει κι ακούει το παράπονο σχεδόν, πέφτουν τα μαλλιά της στο πρόσωπο της και χάνει το είδωλο της για μια στιγμή. Κι έτσι όπως κλείνει τα μάτια της τη χτυπάει ανελέητα, σχεδόν σαν τοίχος, το άρωμα της θάλασσας και του χώματος.
Είναι κάτι στιγμές – σπάνιες κι ακριβές – που στέκεσαι έξω από τον ίδιο σου τον εαυτό και τον παρατηρείς. Κι αν εκείνη τη στιγμή φυσήξει τέτοιος άνεμος γύρω σου, γίνεσαι φτερό και μπορεί να προσγειωθείς στο είδωλο ή στο όνειρο. Κι η Ελένη το θυμάται ακόμα. Ότι εγκατέλειψε το Λονδίνο κι επέστρεψε εκείνο το βράδυ, εκείνη τη στιγμή. Κι όλη η υπόλοιπη παραμονή ήταν μόνο για να μάθει το γιατί.”