Διορθώσεις: 2.798 λέξεις

Έναρξις δεύτερων διορθώσεων. (Δες την αρχική ανάρτηση των 2.798 λέξεων)

Κάποιες φορές – τώρα που τα χρόνια έχουν δώσει έναν τόνο γκρίζου στον τόπο που μεγάλωσε – η Ελένη αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να αγάπησε κάποτε τόσο πολύ τον Πειραιά. Το σκέφτεται όταν ανοίγουν οι πόρτες του συρμού και κατεβαίνει βιαστική, ο . O κόσμος του λιμανιού ακόμα δεν κοιμάται, βαλίτσες να σέρνονται ηχηρά στην αποβάθρα και τα φώτα να ρίχνουν ένα αρρωστιάρικο κίτρινο πάνω στα άσπρα καλοκαιρινά μπλουζάκια που φοράνε οι πιτσιρικάδες.

(…)

Ήταν οι εποχές της επιτηδευμένης γοητείας, τότε που δανείζονταν στάσεις του σώματος, βλέμματα και κουβέντες από τα βιβλία που διαβάζαν διάβαζαν, από τις ταινίες στον κινηματογράφο, από τις σειρές στην τηλεόραση και κυρίως από τη μουσική που άκουγαν. Μάθαιναν στάσεις και κινήσεις που θα έμεναν μαζί τους μια ζωή. Τότε που η μελαγχολία τις έπιανε χωρίς κανένα λόγο και απόμεναν να κλαίνε στο μπαλκόνι ακούγοντας τραγούδια που δεν θα καταλάβαιναν πραγματικά το νόημα τους παρά αρκετά χρόνια μετά. Μα ντύσανε έντυσαν με αυτά τις νύχτες τους κι έτσι έμειναν μαζί τους μέχρι άλλες ηλικίες, μια νοσταλγικότητα περίεργη με στίχους που σημαίνουν περισσότερα σήμερα αλλά μουσικές που σήμαιναν περισσότερα χτες. Ένα πολιτισμικό μεταίχμιομεταίχμιο, πολιτισμικό σχεδόν.

(…)

- Ώστε από την Κρήτη, τη ρωτάει σοβαρός ο Κώστας.
- Η μαμά μου.
- Ο πατέρας σου;
- Πειραιά. Κακός συνδιασμός ε;
Γελάνε. Ο Κώστας γελάει με μισόκλειστα μάτια, το πράσινο να αχνοφαίνεται μέσα από τις βλεφαρίδες του. Χτυπάει το μαλακό πακέτο στην παλάμη του δυο τρεις φορές και κοιτάζει την Ελένη με βλέμμα που μαρτυρά ότι του αρέσει
.

(…)

Η Ελένη κατάλαβε ότι ο Κώστας πλησίαζε επειδή είδε το γελαστό πρόσωπο να τους κοιτάει και να περνάει το φανάρι. Μελαχρινό σκαρί, φαρδιές πλάτες και σμιχτά φρύδια, δυο μάτια αναπάντεχα πράσινα – έλαμπαν καθώς πλησίαζε – και παλάμες μεγάλες. Περπατούσε βαριά, “δήθεν αντρίκια”, σκέφτηκε η Ελένη και του χαμογέλασε όταν τους σύστησε ο Ηλίας. Μύριζε ελαφριά ιδρώτα , ή μάλλον όχι, μια μυρωδιά κάπως περίεργη που χτύπησε στα ρουθούνια της Ελένης και δεν μπορούσε να αποφασίσει αν της άρεσε ή αν την απωθούσε. Λίγο λεμόνι, λίγη ζάχαρη, λίγο γλυκό του κουταλιού. Της ήρθε μια γλυκερή γεύση στο στόμα. Και αναρωτήθηκε πώς να φιλάνε τα σκούρα χείλη.

Σχόλια εμψύχωσης πάντα ευπρόσδεκτα.

——————-
Δες την ανάρτηση με τις εξηγήσεις αν μπλέχτηκες.
Δες όλα τα αποσπάσματα από Τα Πρωινά Μετά.

Κάνε μου την τιμή στη σελίδα του Τα Πρωινά Μετά στο facebook

One thought on “Διορθώσεις: 2.798 λέξεις

Leave a Reply