Διορθώσεις: 4.474 λέξεις

Συνέχεια δεύτερων διορθώσεων. (Δες την αρχική ανάρτηση των 4.474  λέξεων)

Συνέχεια.

Κι έτσι απλά το εξήγησε η Άννα και δεν χρειάστηκε να περιπλέξει τα πράγματα περισσότερο. Όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει η Άννα ακόμα ρωτάει από τρυφερό και νοσταλγικό ενδιαφέρον “Τί κάνει ο Ηλίας, όλα καλά; Εσύ τί κάνεις;” και η Ελένη απαντά πάντα καλά, ακόμα κι όταν ο Ηλίας ήταν στο νοσοκομείο, ακόμα κι όταν οι νύχτες ήταν άγρυπνες και τα φρέσκα ράμματα στο πόδι της την τραβούσαν αφόρητα και δε μπορούσε να κοιμηθεί, ναι όλα καλά, πάντα καλά.

Στο τέλος εκείνου του καλοκαιριού η Άννα κι ο Ηλίας χώρισαν χωρίς να έχουν προλάβει καλά καλά να είναι μαζί. Στις κουβέντες της με την Ελένη παρέμεινε ψύχραιμη η Άννα. Κούνησε αδιάφορα τους ώμους. “Μου πέρασε, σιγά το πράγμα”. Πρόλαβε όμως η Ελένη να γίνει μέλος της παρέας τις εβδομάδες που η Άννα έλειπε στην Ικαρία. Χρόνια μετά, παρόλο που δεν έβλεπε ποτέ τα αγόρια, η Άννα ρωτούσε ακόμα. “Τί κάνει ο Ηλίας, όλα καλά;”. Και η Ελένη απαντούσε πάντα καλά, ακόμα κι όταν ο Ηλίας ήταν στο νοσοκομείο, ακόμα κι όταν οι νύχτες ήταν άγρυπνες και τα φρέσκα ράμματα στο πόδι της την τραβούσαν αφόρητα και δε μπορούσε να κοιμηθεί, ναι όλα καλά, πάντα καλά. 

(…)

Πάντα έτσι ήταν η Μαρία, μονίμως χαμογελαστή, με δυο μάτια τεράστια και στρογγυλά που κλείνουν σε μισοφέγγαρα όταν γελάει. Εκεί γύρω στα δεκάξι τους που πρωτογνωρίστηκαν είχε μαλλιά κομμένα ασύμμετρα και φορούσε ρούχα σε τουλάχιστον τρία – τέσσερα χρώματα, συνήθως με ένα κόκκινο σκουφί το χειμώνα και μία τσάντα φορτωμένη με κονκάρδες και ζωγραφιές. Τώρα τα μαλλιά της έχουν μακρύνει και το δέρμα της έχει σπάσει λίγο εκεί στα μάτια μα είναι ακόμα απίστευτα γλυκιά και ενθουσιώδης, χαϊδεύει το χέρι του Ηλία φευγαλέα, ρουφάει τον καφέ της κάνοντας το στόμα της έναν αξιαγάπητο κύκλο.

Η Ελένη ανοιγοκλείνει τα μάτια κι η Μαρία μπροστά της κάθεται χαμογελαστή, με τα μαλλιά της λίγο πιο μακριά, με το δέρμα της λίγο σπασμένο. Πίνει μια γουλιά καφέ και χαϊδεύει το χέρι του Ηλία με τα λευκά της δάχτυλα.
(…)

Ο Κώστας κι η Ελένη έπαιξαν ένα διακριτικό παιχνίδι γάτας με ποντικού – παρόλο που ποτέ δεν ξεκαθαρίστηκε ποιος είχε ποιον ρόλο – και τελικά κατέληξαν σε μία κατάσταση εσπευσμένης φιλίας που εδραιώθηκε ένα μεσημέρι ακούγοντας δίσκους στο σπίτι του Κώστα και καπνίζοντας στη βεράντα. Ο Κώστας την θεωρούσε έξυπνη, ενδιαφέρουσα, διαβασμένη κι η Ελένη εκτιμούσε το γρήγορο μυαλό του. Θα μπορούσε να μείνει αφεθεί στη γοητεία που είχαν τα πράσινα μάτια του και στο πόσο την ανέβαζε ο θαυμασμός του που τον έδειχνε σπάνια και λίγο αλλά πείσμωσε και προτίμησε να ρίξει τις αντιστάσεις του με την άνεση του κοριτσιού που φοράει φαρδιά παντελόνια και σέρνει σκεϊτάδικα παπούτσια.  την έκανε να αισθάνεται ότι τις ανήκει όλος ο κόσμος εκείνες τις σπάνιες φορές που την κοιτούσε με θαυμασμό. Έτσι αισθάνονταν ασφάλεια να κάθεται η Ελένη με την πλάτη της στην αγκαλιά του Κώστα και παρόλο που οι ορμόνες χτυπούσαν κόκκινο στα θερμόαιμα κορμιά τους χαλάρωσαν σε μία κατάσταση εμπιστοσύνης και υπονοούμενης υπόσχεσης για κάτι περισσότερο ίσως, κάπου, κάποτεΑλλά κάπως πείσμωσε, ή μάλλον φοβήθηκε γιατί ο Κώστας ήξερε να αρέσει κι όχι να δίνεται. Κορόιδεψε τον εαυτό της ότι τον βλέπει φιλικά και καθόταν με την πλάτη της στην αγκαλιά του, παρόλο που όταν τον αισθανόταν να κουνιέται το δέρμα της πρόσταζε να βρεθεί λίγο πιο κοντά του.

Σχόλια εμψύχωσης πάντα ευπρόσδεκτα.

——————-
Δες την ανάρτηση με τις εξηγήσεις αν μπλέχτηκες.
Δες όλα τα αποσπάσματα από Τα Πρωινά Μετά.

Κάνε μου την τιμή στη σελίδα του Τα Πρωινά Μετά στο facebook

Διορθώσεις: 2.798 λέξεις

Έναρξις δεύτερων διορθώσεων. (Δες την αρχική ανάρτηση των 2.798 λέξεων)

Κάποιες φορές – τώρα που τα χρόνια έχουν δώσει έναν τόνο γκρίζου στον τόπο που μεγάλωσε – η Ελένη αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να αγάπησε κάποτε τόσο πολύ τον Πειραιά. Το σκέφτεται όταν ανοίγουν οι πόρτες του συρμού και κατεβαίνει βιαστική, ο . O κόσμος του λιμανιού ακόμα δεν κοιμάται, βαλίτσες να σέρνονται ηχηρά στην αποβάθρα και τα φώτα να ρίχνουν ένα αρρωστιάρικο κίτρινο πάνω στα άσπρα καλοκαιρινά μπλουζάκια που φοράνε οι πιτσιρικάδες.

(…)

Ήταν οι εποχές της επιτηδευμένης γοητείας, τότε που δανείζονταν στάσεις του σώματος, βλέμματα και κουβέντες από τα βιβλία που διαβάζαν διάβαζαν, από τις ταινίες στον κινηματογράφο, από τις σειρές στην τηλεόραση και κυρίως από τη μουσική που άκουγαν. Μάθαιναν στάσεις και κινήσεις που θα έμεναν μαζί τους μια ζωή. Τότε που η μελαγχολία τις έπιανε χωρίς κανένα λόγο και απόμεναν να κλαίνε στο μπαλκόνι ακούγοντας τραγούδια που δεν θα καταλάβαιναν πραγματικά το νόημα τους παρά αρκετά χρόνια μετά. Μα ντύσανε έντυσαν με αυτά τις νύχτες τους κι έτσι έμειναν μαζί τους μέχρι άλλες ηλικίες, μια νοσταλγικότητα περίεργη με στίχους που σημαίνουν περισσότερα σήμερα αλλά μουσικές που σήμαιναν περισσότερα χτες. Ένα πολιτισμικό μεταίχμιομεταίχμιο, πολιτισμικό σχεδόν.

(…)

- Ώστε από την Κρήτη, τη ρωτάει σοβαρός ο Κώστας.
- Η μαμά μου.
- Ο πατέρας σου;
- Πειραιά. Κακός συνδιασμός ε;
Γελάνε. Ο Κώστας γελάει με μισόκλειστα μάτια, το πράσινο να αχνοφαίνεται μέσα από τις βλεφαρίδες του. Χτυπάει το μαλακό πακέτο στην παλάμη του δυο τρεις φορές και κοιτάζει την Ελένη με βλέμμα που μαρτυρά ότι του αρέσει
.

(…)

Η Ελένη κατάλαβε ότι ο Κώστας πλησίαζε επειδή είδε το γελαστό πρόσωπο να τους κοιτάει και να περνάει το φανάρι. Μελαχρινό σκαρί, φαρδιές πλάτες και σμιχτά φρύδια, δυο μάτια αναπάντεχα πράσινα – έλαμπαν καθώς πλησίαζε – και παλάμες μεγάλες. Περπατούσε βαριά, “δήθεν αντρίκια”, σκέφτηκε η Ελένη και του χαμογέλασε όταν τους σύστησε ο Ηλίας. Μύριζε ελαφριά ιδρώτα , ή μάλλον όχι, μια μυρωδιά κάπως περίεργη που χτύπησε στα ρουθούνια της Ελένης και δεν μπορούσε να αποφασίσει αν της άρεσε ή αν την απωθούσε. Λίγο λεμόνι, λίγη ζάχαρη, λίγο γλυκό του κουταλιού. Της ήρθε μια γλυκερή γεύση στο στόμα. Και αναρωτήθηκε πώς να φιλάνε τα σκούρα χείλη.

Σχόλια εμψύχωσης πάντα ευπρόσδεκτα.

——————-
Δες την ανάρτηση με τις εξηγήσεις αν μπλέχτηκες.
Δες όλα τα αποσπάσματα από Τα Πρωινά Μετά.

Κάνε μου την τιμή στη σελίδα του Τα Πρωινά Μετά στο facebook

Δήγμα γραφής | μια ιστορία για τη μικρή μου ιστορία

Digma_Grafis_CoverΠριν από λίγο καιρό ο Γιάννης Φαρσάρης με κάλεσε πολύ ευγενικά να γράψω κι εγώ κάτι για μία συλλογή από μικρές ιστορίες. Λίγες λέξεις και καλές μου ζητήθηκαν.

Παρέδωσα λίγες – το καλές είναι στην κρίση όσων το διαβάσουν.

Σίγουρα όμως ήταν προσωπικές και τρυφερές λέξεις, που τις άκουσα (αν όχι κάτω από το τραπέζι όπως λέει το σύντομο βιογραφικό μου) τότε στο σαλόνι του σπιτιού όπου κυκλοφορούν όνειρα και φαντάσματα από φίλους και συγγενείς.

Ένας τέτοιος φίλος της οικογένειας, μου έδωσε απλώχερα αυτή την άνοιξη ένα πρόσωπο με λακκάκια στα μάγουλα κι από κει ξεπήδησε η μικρή μου ιστορία, “Το πανέρι με τα άπλυτα”.

Είμαι για πάντα ευγνώμων στους ανθρώπους που μοιράζονται ιστορίες μαζί μου και μου επιτρέπουν να τις τεντώνω κατά αυτό τον τρόπο. Κι ελπίζω ότι δεν τις καταστρέφω, ότι απλά τις στραπατσάρω λίγο.

Το δήγμα γραφής – μια ντουζίνα και τρία διηγήματα μπορείτε να το κατεβάσετε σε ένα σωρό μορφές (ναι και σε ebook) εντελώς δωρεάν.

Ο άθλος οργάνωσης και αφοσίωσης είναι του Γιάννη Φαρσάρη που έχει ήδη γράψει το Johnnie Society και την 7η εσπερινή.

Στο δήγμα γραφής, θα βρείτε ιστορίες από:

  • Άκης Βαΐου
  • Σοφία Γκιούσου
  • Σοφία Δευτερίγου
  • Κατερίνα Θεριουδάκη
  • Θοδωρής Κούτρης
  • Ελένη Κοφτερού
  • Στέφανος Λίβος
  • Βασίλης Πουλημενάκος
  • Μαρία Ρογδάκη
  • Ελ Ρόι
  • Ελένη Σεμερτζίδου
  • Παναγιώτης Σιμιτσής
  • Νικόλας Σμυρνάκης
  • Γιάννης Φαρσάρης
  • Μιχάλης Χαραλαμπάκης

Πολλές ευχαριστίες στο Γιάννη και στους 13 ακόμα που κάνουμε παρέα, έστω και ηλεκτρονικά.

Ελπίζω ότι οι μικρές ιστορίες μας θα σας πουν κάτι.

Υ.Γ. Πολλοί με ρωτάτε γιατί “δήγμα” και όχι “δείγμα”. Θα βρείτε την απάντηση στην εισαγωγή του βιβλίου. Καλή ανάγνωση.

Απόσπασμα: Η στιγμή της επιστροφής

Απόσπασμα από τις διορθώσεις.

“Η Ελένη τρέχει το χέρι της στο ξεφτισμένο δέρμα της πολυθρόνας, γύρω της μεθυσμένα σώματα λυκνίζονται στο μισοσκόταδο του μπαρ. Κι εκείνη πλήττει. Έχει γίνει τόσο τετριμμένη αυτή η λέξη που μόλις τη σκέφτεται θέλει να γυρίσει το διακόπτη και να βρει ένα τρόπο να διασκεδάσει. Μα πλήττει. Πάει καιρός που μπορεί και να αναζητούσε έτσι στα τυφλά τις αιτίες, τα κρυμμένα νοήματα πίσω από το βλέμμα που αναγνωρίζει στον καθρέφτη, αυτή την απώλεια υπομονής, τα σηκωμένα φρύδια, το ελαφρύ ειρωνικό μειδίαμα.

Αντί αυτού κουράζεται με την ίδια της την αναζήτηση και δεν αλλάζει καν στάση παρόλο που νιώθει την πλάτη της ιδρωμένη στο φτηνό υλικό – με τον ιδρώτα προηγούμενων θαμώνων να ποτίζει και τα δικά της ρούχα. Την πιάνει μια αναγούλα, μια κλειστοφοβία. Το παλιό τραύμα την ενοχλεί, το δέρμα της την τραβάει.

Κι έτσι απότομα, βγαίνει από το κλαμπ, σπρώχνοντας αγενέστατα από μπροστά της πιωμένους και απελπισμένους απρόσωπους ανθρώπους που βρίσκονται ανάμεσα σε εκείνη και την πόρτα. Κουνάει το κεφάλι της αρνητικά στον πορτιέρη, όχι δεν θέλει ταξί, και προχωράει αργά στην ψύχρα της Λονδρέζικης νύχτας. Στις εισόδους των κλειστών καταστημάτων αγόρια πίνουν μπύρες από το κουτάκι και καπνίζουν με θολό βλέμμα. Μπροστά της ένα κορίτσι περπατάει ξυπόλητο, ψηλά πέδιλα στο χέρι, πέλματα γκρι από το βρώμικο πεζοδρόμιο.

Αντικρίζει τον εαυτό της στην επόμενη γωνία, η αντανάκλαση της στο τζάμι τη χαιρετάει καθώς πίσω της περνάει ένα από τα τελευταιά λεωφορεία. Παλτό κουμπωμένο μέχρι το λαιμό. Μαύροι κύκλοι. Χέρια στις τσέπες. Σε μία στιγμή – σε μία μαγική στιγμή – η εικόνα που έχει για τον εαυτό της στο μυαλό της ανασταίνεται και σηκώνει τις γροθιές της ενάντια στο κορίτσι με τα χέρια στην τσέπη. Φυσάει κι ακούει το παράπονο σχεδόν, πέφτουν τα μαλλιά της στο πρόσωπο της και χάνει το είδωλο της για μια στιγμή. Κι έτσι όπως κλείνει τα μάτια της τη χτυπάει ανελέητα, σχεδόν σαν τοίχος, το άρωμα της θάλασσας και του χώματος.

 

Είναι κάτι στιγμές – σπάνιες κι ακριβές – που στέκεσαι έξω από τον ίδιο σου τον εαυτό και τον παρατηρείς. Κι αν εκείνη τη στιγμή φυσήξει τέτοιος άνεμος γύρω σου, γίνεσαι φτερό και μπορεί να προσγειωθείς στο είδωλο ή στο όνειρο. Κι η Ελένη το θυμάται ακόμα. Ότι εγκατέλειψε το Λονδίνο κι επέστρεψε εκείνο το βράδυ, εκείνη τη στιγμή. Κι όλη η υπόλοιπη παραμονή ήταν μόνο για να μάθει το γιατί.”

Το γράμμα της Ελένης

Ένα πείραμα τώρα που κάνω τις διορθώσεις – δεν ξέρω αν θα μπει τελικά στη νουβέλα.

Μπορείτε αν θέλετε να ακούσετε και την ηχογράφηση (κλικ στο play).

Η μουσική είναι το εξαιρετικό (podsafe) Pray for Rain της Alison Crowe

Σε είδα χθες το βράδυ στο Covent Garden.

Ή αν όχι εσένα μια μετενσάρκωση σου Λονδρέζικη, έναν Κυνηγό που με κοιτούσε από απέναντι στο μπαρ κι έψαχνε τρόπο να δει μέσα από το πουκάμισο μου.

Μαύρα μάτια. Σαν τα δικά σου. Βελούδινα. Σχεδόν της ερήμου.

Ο Γιάννης με περίμενε στο σπίτι. Δεν βγαίνω συχνά μόνη στο Λονδίνο. Με κουράζει η πόλη, με κουράζουν οι άνθρωποι τελευταία.

 

Και μέσα από αυτή την κούραση, κάπως σα θολούρα είναι, αναδύεσαι μέσα από την ομίχλη. Μελαχρινός. Θεός. Πάλι δεκάξι χρονών.

(…)

Δεν ξέρω αν το θυμάσαι. Ξαπλωμένοι στη μοκέτα. Pavlov’s Dog να παίζουν στο πικάπ του πατέρα σου. Κι εμείς κυρίαρχοι. Και μεθυσμένοι – ένα από εκείνα τα μεθύσια που μπορείς να τα κάνεις μόνο στην εφηβεία σου, όταν το σώμα ολόκληρο φλέγεται και θες να κάνει ένα έτσι να σπρώξεις το δέρμα σου μακριά και να πετάξεις. Σε βρήκα… τότε. Σ’ εκείνα τα μεθύσια. Σ’ εκείνα τα καλοκαίρια.

(…)

Θα σκεφτώ να το πετάξω αυτό το χαρτί. Κάτω κάτω στη σακούλα με τα σκουπίδια για να μη βρεθεί ποτέ. Ή να το πάρω μαζί μου και να το πετάξω στο γραφείο. Κανείς δε διαβάζει ελληνικά.

Πότε έγινες Μύθος και σε βρίσκω έτσι αναπάντεχα στα μπαρ του Λονδίνου.

Νομίζω ότι αραιώνω. Γίνομαι κάπως άυλη… άμορφη.

Ακόμα κι ότι σ’αγάπησα κάποτε αστείο μου φαίνεται.

 

Γαμώτο.

Η θεία Σοφία και Τα Πρωινά Μετά πάνε NoNameCast

RCA 44 Uploaded by dh2 on 23 May 07, 5.47AM GMT.

Μεγάλη χαρά και μεγάλη τιμή μου κάνανε ο Παναγιώτης, ο Αστέρης κι ο Δημοσθένης που με καλέσανε στο NoNameCast 21.

Μιλήσαμε για τα διάφορα “ανοικτά” project του BBC, τα δημόσια δεδομένα, το Google public DNS και το realtime search, για το NaNoWriMo και για Τα Πρωινά Μετά.

Ευχαριστίες (κι είναι μεγάλη η λίστα)

50.000 λέξεις μέσα σε 30 ημέρες. Τελείωσαν χτες.

Σίγουρα ξεχνάω πάρα πολλούς στη λίστα με τις ευχαριστίες (η οποία είναι γραμμένη με τυχαία σειρά) και συγχωρέστε μου την όποια παράλειψη από τώρα (αλλά στείλτε μου κι ένα μήνυμα ή αφήστε σχόλιο για να με διορθώσετε).

  • Την πρωτοβουλία NaNoWriMo του Office of Letters and Light που μου έδωσε την ευκαιρία.
  • Τον MyCaptain και τον ‘-.-’ Tutivillus Grift από τους οποίους έμαθα για το NaNoWriMo, γίναμε writing buddies στην πρωτοβουλία και με εμψυχώσανε όταν το χρειάστηκε (thank you guys for all your help and kind words, you’ve been wonderful)
  • Τους αναγνώστες του digital – era που υποστηρίξανε την ιδέα πριν καν ξεκινήσω να γράφω και συμμετείχαν σε ψηφοφορία για την πλοκή και τους πρωταγωνιστές.
  • Τη μαμά Δέσποινα που πέρα από πολύ αγαπητή στο web (οι αναγνώστες του digital-era απαιτήσαν να εμφανίζεται στη νουβέλα και μία εκδοχή της είναι όντως ηρωίδα) με βοήθησε ακούγοντας λεπτομέρειες της πλοκής και συζητώντας μαζί μου τους χαρακτήρες.
  • Την αδελφή μου Θεοδώρα που άκουσε την αρχή και μου είπε ακριβώς τί υποπτεύεται ο αναγνώστης και πού κάνω λάθη.
  • Το Γιάννη που ήταν ο πρώτος φίλος στη σελίδα του Τα Πρωινά Μετά στο facebook.
  • Τη Μαρίτα που έστειλε φωτογραφίες από τον Πειραιά στο facebook και με εμψύχωνε κάθε μέρα
  • Την Ευαγγελία (@EvaNtouli) που ήταν η 100η φίλη στο facebook – κι έτσι έδωσε το όνομα της σε έναν χαρακτήρα – και που πέρασε τα φοιτητικά της χρόνια όνειρο στον Πειραια. (σχετική ανάρτηση)
  • Τη Μάγδα που είναι φίλη μια ζωή κι άλλη τόση και που έκανε μία εκδοχή της εμφάνιση στη νουβέλα κι έδωσε μια νότα γέλιου εκεί ακριβώς που χρειαζόταν. (σχετική ανάρτηση)
  • Το Θοδωρή που θυμήθηκε ότι το ταβερνάκι στον Πειραιά με τα απλωμένα χταπόδια από έξω είναι στη Βιθυνίας και Ηλιουπόλεως και λέγεται “Τα Καβουράκια”
  • Τα παιδιά του Πολυκλαδικού Πειραιά και του Ζαννείου που μου έδωσαν απλόχερα μικρές αναμνήσεις από τα δύο αυτά σχολεία.
  • Τον Παναγιώτη που έχει πάρει κι αυτός “δύο λεωφορεία για να βρεθούν σε κάποιο σχολείο στα Πετράλωνα την ώρα που σχολούσε κάποιος ή κάποια” (σχετική ανάρτηση)
  • Τον Βαγγέλη (@vtripolitakis )που όταν έψαξα όνομα για κάποιον Χανιώτη φοιτητή που δούλευε μπάρμαν μου αποκάλυψε ότι είχε έναν φίλο επακριβώς έτσι και τον λέγαν Σήφη (κι έτσι βαφτίστηκε κι ο χαρακτήρας στην ιστορία Σήφης) (σχετική ανάρτηση)
  • Τον Ανδρέα (@andreasmoug)που μου ανέβασε φωτογραφίες από τη Νίκαια στο facebook.
  • Τον Περικλή (@uroborus) που αγάπησε τα Εξάρχεια περισσότερο από εμένα, θυμάται πάντα τις καλύτερες ιστορίες και ξέρει να αναγνωρίζει τη σωστή τεκίλα – Σαλούδ! (σχετική ανάρτηση)
  • Την Κατερίνα (@katmitchell) που φοβήθηκε ότι η μόνη της συμβολή θα ήταν το Diamonds & Pearls στο Ηράκλειο (οι μερακλήδες το πιασαν το είδος του μαγαζιού) μέχρι που ο Δημήτρης (@spathisdimitris) της παραχώρησε το προνόμιο κι έτσι η Κατερίνα διάλεξε το όνομα του νεαρού λυράρη – Αχιλλέας – γιατί είναι όνομα που το αγαπάει και όχι λόγω του Αχιλλέα Δραμουντάνη.
  • Τον Δημήτρη (@spathisdimitris) που έδωσε τη μαντινάδα που μου άρεσε περισσότερο από όλες “Ήρθε ο καιρός οι δυο καρδιές να σμίξουνε ομάδι κι η μια τσ’αλλής να δώσουνε τσ’ αγάπης το σημάδι” – και μετά δεν ήθελε να διαλέξει όνομα για το λυράρη (που ήταν το μεγάλο δώρο!) και παραχώρησε το προνόμια στην Κατερίνα (βλ. παραπάνω).
  • Τον Νίκο (@nickraptis) που έστελνε μουσικές στο twitter και χτυπούσε το ρυθμό σαν τον τυμπανιστή στον Αστερίξ για να μου δίνει το ρυθμό.
  • Το Γιάννη (@mperedim) που είχε ιδέες, ήξερε επακριβώς πόσες λέξεις θα μου φάει μία ερωτική σκηνή και με τσιγκλούσε να μη γράφω βαρετά αλλά τολμηρά.
  • Τον @linguafranca που ενώ συνήθως με διορθώνει σε ορθογραφικά και γραμματικά λάθη αυτή τη φορά απείχε και τον ευχαριστώ :-)
  • Τους 307 (and counting) φίλους της σελίδας για τη νουβέλα στο facebook που βοήθησαν πολύ παραπάνω από ότι ξέρουν.
  • Τους @eletsia, @fbobolas, @asteris, @arkoudos, @nispell, @JoBlack, @elis4vet, @chriiiiis, @magicasland, @angelopoulos, @constantnos, @lnap, @koulpa2, @jsclavos, @giannoug, @Crucilla, @floatosT για τα μηνυματάκια εμψύχωσης και τις κουβέντες.
  • Τους άγνωστους μου αλλά εξίσου σημαντικούς που διάβασαν τα αποσπάσματα και βρήκαν κομμάτια και εικόνες από δικές τους στιγμές.
  • Όσους ακόμα ξεχνάω.

Άντε παιδιά. Και του χρόνου.

——————-
Δες την ανάρτηση με τις εξηγήσεις αν μπλέχτηκες.
Δες όλα τα αποσπάσματα από Τα Πρωινά Μετά.

Κάνε μου την τιμή στη σελίδα του Τα Πρωινά Μετά στο facebook

Απόσπασμα: 50.107 λέξεις

Τελείωσα παίδες (απίστευτο μου φαίνεται)

Σα να πέσανε όλα τα πέπλα και όλα τα όρια ήταν για την Ελένη σ’εκείνο το ταξίδι στην Κρήτη. Κι έτσι όπως καθόταν στο τραπέζει του γάμου μόνη της μπορούσε να τους κοιτάει και τους τρεις και να ξέρει πως είναι κομμάτι της χωρίς να φοβάται την κρίση τους. Είχαν βγάλει σακάκια και γραβάτες, μανίκια σηκωμένα, κι είχαν αρχίσει τις παραγγελίες στην ορχήστρα, ο Γιάννης να χαμογελάει στην τραγουδίστρια που η καστανή της φράτζα έκρυβε λίγο το ένα της μάτι κι είχε φωνή βαθιά και χαμόγελο αστραφτερό.

(…)

Το φως επέστρεψε στην πλατεία στο Θραψανό απότομα κι η Ελένη πετάρισε τα μάτια της σαστισμένη. Φέρανε κι άλλη ρακή στο λυράρη κι εκείνος έσκυψε στο νεαρό και ψιθύρησε οδηγίες για την επόμενη μαντινάδα. Ο νεαρός κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, έπιασε διαφορετικά το δοξάρι του και κοίταξε τον άντρα με το λαούτο που κούνησε κι αυτός το κεφάλι και του έκανε νόημα καθώς άλλαξε το ρυθμό. Είχε ένα παίξιμο νευρικό αλλά ζωντανό ο μικρός και μια φωνή αναπάντεχα μελωδική.

(…)

…θάλασσα.

Τελεία και παύλα.

——————-
Δες την ανάρτηση με τις εξηγήσεις αν μπλέχτηκες.
Δες όλα τα αποσπάσματα από Τα Πρωινά Μετά.

Κάνε μου την τιμή στη σελίδα του Τα Πρωινά Μετά στο facebook

Απόσπασμα: 47.579 λέξεις

Προτελευταία (ελπίζω) ανάρτηση.

Πατήσαν ελαφρά ο ένας απέναντι στον άλλον τις πρώτες δύο μέρες αλλά σα να τους έδεσε ο τόπος για μια ακόμα φορά και όλες οι αναμνήσεις – και οι καλές και οι κακές – και μιλήσαν για τις ζωές τους, για το γάμο που πλησίαζε, για το μέλλον, για το αύριο. Πολύ εύκολα, λες και τα χρόνια δεν είχαν περάσει, λες και ήταν μαζί κάθε μέρα. Κι έτσι, ο ένας δίπλα στον άλλον κατάφεραν να χαλαρώσουν από το άγχος που είχχαν όταν πριν βρεθούν σκέφτονταν αυτές τις ημέρες στην Κρήτη. Και μάθανε να γελάνε πάλι μαζί, με τις ίδιες ιστορίες και με τα ίδια πράγματα.

(…)

- Ρε πού θα πάμε για το bachelor θα μου πείτε;
- Μην ανησυχείς γαμπρέ, θα σε περπατήσουμε.
- Ρε μη με πάτε σε τίποτα κωλάδικα και τέτοια θα πάθω τίποτα.
- Ναι, θα πεθάνεις από τη ντροπή σου. Bachelor χωρίς να δούμε και λίγο βυζάκι γίνεται;
Ήταν ξαπλωμένοι στην Αμνισσό, πατικωμένοι σαν τις σαρδέλες από το πλήθος κόσμου από το Ηράκλειο και τα περίχωρα που είχαν κατέβει για μπάνιο Σάββατο πρωί. Η κυρία δίπλα τους που μαλώνει ένα πιτσιρίκι γύρω στα οχτώ αγριοκοιτάει τον Κώστα. “Μαμά είπε βυζάκι!” της λέει ο πιτσιρικάς αποσβολωμένος κι εκείνη τον παίρνει από τον χέρι και κατευθύνονται προς το νερό.
- Φτου σου βρε, έχουμε και παιδιά τριγύρω, λέει η Ελένη γελώντας.
- Σωστά. Και δεν είμαστε και πιτσιρικάδες πια να έχουμε και τη δικαιολογία ε;

(…)

Με το που μπαίνουν καταλαβαίνουν ότι μάλλον έχουν μεγαλώσει πάρα πολύ για τα ροκ μαγαζιά της πρώτης τους νιότης. Οι θαμώνες παρατηρούν με μια ματιά ότι όλοι οι άντρες φοράνε πουκάμισα κι ότι η Ελένη ήρθε με φόρεμα για μπουζούκια και στρέφουν πάλι το βλέμμα στις μπύρες τους και στις δικές τους παρέες.
- Ρε σαν τις μύγες μέσα στο γάλα είμαστε.
- Αφού δε μου έχει πει κανείς ακόμα ‘τράβα κορίτσι μου σε καμιά πίστα’ μπορεί και να τη γλιτώσαμε. Μη πάτε και παραγγείλετε κανα κοκτέιλ μαλάκες. Μπύρα και αντριλίκι παρακαλώ.

Σχόλια εμψύχωσης (όπως) πάντα ευπρόσδεκτα.

——————-
Δες την ανάρτηση με τις εξηγήσεις αν μπλέχτηκες.
Δες όλα τα αποσπάσματα από Τα Πρωινά Μετά.

Κάνε μου την τιμή στη σελίδα του Τα Πρωινά Μετά στο facebook

Απόσπασμα: 43.085 λέξεις

Συνέχεια.

Της Ελένης της κακοφάνηκε στην αρχή αλλά μετά βρήκε την εμπειρία απελευθερωτική. “Το Λονδίνο,” είπε στο Γιάννη κάποτε, “είναι η πόλη του εφήμερου”. Γιατί δεν ήταν μόνο οι φίλοι που ήταν περαστικοί. Περαστικά ήταν και τα μέρη που πηγαίνανε, οι ασχολίες τους, οι δουλειές τους. Κάθε δουλειά ήταν ένα σκαλοπάτι για την επόμενη. Όλοι σκέφτονταν την εμπειρία, το χρήμα, τα πρότζεκτ που θα κάνανε και τί θα προσέθεταν στο βιογραφικό τους για την επόμενη δουλειά.

(…)

Έτσι απλά και χωρίς να το σκέφτονται πολύ η Ελένη, ο Κώστας, ο Ηλίας κι ο Γιάννης βρίσκονταν όλοι μαζί στις διακοπές τους στην Ελλάδα, έλεγαν τα νέα τους, κανονίζαν καφέδες και εξόδους. Και μέναν καλά κρυμμένα τα μυστικά του παρελθόντος, κάτω από μια πατίνα παλιάς φιλίας που είχε αρχίσει να σκονίζεται αλλά την κρατούσαν ακόμα σε περίοπτη θέση, σαν φωτογραφία του παππού που κρέμεται στο σαλόνι και δεν κατεβαίνει ποτέ από σεβασμό στη μνήμη του και στις μνήμες των ζώντων.

Σχόλια εμψύχωσης (όπως) πάντα ευπρόσδεκτα.

——————-
Δες την ανάρτηση με τις εξηγήσεις αν μπλέχτηκες.
Δες όλα τα αποσπάσματα από Τα Πρωινά Μετά.

Κάνε μου την τιμή στη σελίδα του Τα Πρωινά Μετά στο facebook