Category Archives: Διορθώσεις

Διορθώσεις: 4.474 λέξεις

Συνέχεια δεύτερων διορθώσεων. (Δες την αρχική ανάρτηση των 4.474  λέξεων)

Συνέχεια.

Κι έτσι απλά το εξήγησε η Άννα και δεν χρειάστηκε να περιπλέξει τα πράγματα περισσότερο. Όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει η Άννα ακόμα ρωτάει από τρυφερό και νοσταλγικό ενδιαφέρον “Τί κάνει ο Ηλίας, όλα καλά; Εσύ τί κάνεις;” και η Ελένη απαντά πάντα καλά, ακόμα κι όταν ο Ηλίας ήταν στο νοσοκομείο, ακόμα κι όταν οι νύχτες ήταν άγρυπνες και τα φρέσκα ράμματα στο πόδι της την τραβούσαν αφόρητα και δε μπορούσε να κοιμηθεί, ναι όλα καλά, πάντα καλά.

Στο τέλος εκείνου του καλοκαιριού η Άννα κι ο Ηλίας χώρισαν χωρίς να έχουν προλάβει καλά καλά να είναι μαζί. Στις κουβέντες της με την Ελένη παρέμεινε ψύχραιμη η Άννα. Κούνησε αδιάφορα τους ώμους. “Μου πέρασε, σιγά το πράγμα”. Πρόλαβε όμως η Ελένη να γίνει μέλος της παρέας τις εβδομάδες που η Άννα έλειπε στην Ικαρία. Χρόνια μετά, παρόλο που δεν έβλεπε ποτέ τα αγόρια, η Άννα ρωτούσε ακόμα. “Τί κάνει ο Ηλίας, όλα καλά;”. Και η Ελένη απαντούσε πάντα καλά, ακόμα κι όταν ο Ηλίας ήταν στο νοσοκομείο, ακόμα κι όταν οι νύχτες ήταν άγρυπνες και τα φρέσκα ράμματα στο πόδι της την τραβούσαν αφόρητα και δε μπορούσε να κοιμηθεί, ναι όλα καλά, πάντα καλά. 

(…)

Πάντα έτσι ήταν η Μαρία, μονίμως χαμογελαστή, με δυο μάτια τεράστια και στρογγυλά που κλείνουν σε μισοφέγγαρα όταν γελάει. Εκεί γύρω στα δεκάξι τους που πρωτογνωρίστηκαν είχε μαλλιά κομμένα ασύμμετρα και φορούσε ρούχα σε τουλάχιστον τρία – τέσσερα χρώματα, συνήθως με ένα κόκκινο σκουφί το χειμώνα και μία τσάντα φορτωμένη με κονκάρδες και ζωγραφιές. Τώρα τα μαλλιά της έχουν μακρύνει και το δέρμα της έχει σπάσει λίγο εκεί στα μάτια μα είναι ακόμα απίστευτα γλυκιά και ενθουσιώδης, χαϊδεύει το χέρι του Ηλία φευγαλέα, ρουφάει τον καφέ της κάνοντας το στόμα της έναν αξιαγάπητο κύκλο.

Η Ελένη ανοιγοκλείνει τα μάτια κι η Μαρία μπροστά της κάθεται χαμογελαστή, με τα μαλλιά της λίγο πιο μακριά, με το δέρμα της λίγο σπασμένο. Πίνει μια γουλιά καφέ και χαϊδεύει το χέρι του Ηλία με τα λευκά της δάχτυλα.
(…)

Ο Κώστας κι η Ελένη έπαιξαν ένα διακριτικό παιχνίδι γάτας με ποντικού – παρόλο που ποτέ δεν ξεκαθαρίστηκε ποιος είχε ποιον ρόλο – και τελικά κατέληξαν σε μία κατάσταση εσπευσμένης φιλίας που εδραιώθηκε ένα μεσημέρι ακούγοντας δίσκους στο σπίτι του Κώστα και καπνίζοντας στη βεράντα. Ο Κώστας την θεωρούσε έξυπνη, ενδιαφέρουσα, διαβασμένη κι η Ελένη εκτιμούσε το γρήγορο μυαλό του. Θα μπορούσε να μείνει αφεθεί στη γοητεία που είχαν τα πράσινα μάτια του και στο πόσο την ανέβαζε ο θαυμασμός του που τον έδειχνε σπάνια και λίγο αλλά πείσμωσε και προτίμησε να ρίξει τις αντιστάσεις του με την άνεση του κοριτσιού που φοράει φαρδιά παντελόνια και σέρνει σκεϊτάδικα παπούτσια.  την έκανε να αισθάνεται ότι τις ανήκει όλος ο κόσμος εκείνες τις σπάνιες φορές που την κοιτούσε με θαυμασμό. Έτσι αισθάνονταν ασφάλεια να κάθεται η Ελένη με την πλάτη της στην αγκαλιά του Κώστα και παρόλο που οι ορμόνες χτυπούσαν κόκκινο στα θερμόαιμα κορμιά τους χαλάρωσαν σε μία κατάσταση εμπιστοσύνης και υπονοούμενης υπόσχεσης για κάτι περισσότερο ίσως, κάπου, κάποτεΑλλά κάπως πείσμωσε, ή μάλλον φοβήθηκε γιατί ο Κώστας ήξερε να αρέσει κι όχι να δίνεται. Κορόιδεψε τον εαυτό της ότι τον βλέπει φιλικά και καθόταν με την πλάτη της στην αγκαλιά του, παρόλο που όταν τον αισθανόταν να κουνιέται το δέρμα της πρόσταζε να βρεθεί λίγο πιο κοντά του.

Σχόλια εμψύχωσης πάντα ευπρόσδεκτα.

——————-
Δες την ανάρτηση με τις εξηγήσεις αν μπλέχτηκες.
Δες όλα τα αποσπάσματα από Τα Πρωινά Μετά.

Κάνε μου την τιμή στη σελίδα του Τα Πρωινά Μετά στο facebook

Διορθώσεις: 2.798 λέξεις

Έναρξις δεύτερων διορθώσεων. (Δες την αρχική ανάρτηση των 2.798 λέξεων)

Κάποιες φορές – τώρα που τα χρόνια έχουν δώσει έναν τόνο γκρίζου στον τόπο που μεγάλωσε – η Ελένη αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να αγάπησε κάποτε τόσο πολύ τον Πειραιά. Το σκέφτεται όταν ανοίγουν οι πόρτες του συρμού και κατεβαίνει βιαστική, ο . O κόσμος του λιμανιού ακόμα δεν κοιμάται, βαλίτσες να σέρνονται ηχηρά στην αποβάθρα και τα φώτα να ρίχνουν ένα αρρωστιάρικο κίτρινο πάνω στα άσπρα καλοκαιρινά μπλουζάκια που φοράνε οι πιτσιρικάδες.

(…)

Ήταν οι εποχές της επιτηδευμένης γοητείας, τότε που δανείζονταν στάσεις του σώματος, βλέμματα και κουβέντες από τα βιβλία που διαβάζαν διάβαζαν, από τις ταινίες στον κινηματογράφο, από τις σειρές στην τηλεόραση και κυρίως από τη μουσική που άκουγαν. Μάθαιναν στάσεις και κινήσεις που θα έμεναν μαζί τους μια ζωή. Τότε που η μελαγχολία τις έπιανε χωρίς κανένα λόγο και απόμεναν να κλαίνε στο μπαλκόνι ακούγοντας τραγούδια που δεν θα καταλάβαιναν πραγματικά το νόημα τους παρά αρκετά χρόνια μετά. Μα ντύσανε έντυσαν με αυτά τις νύχτες τους κι έτσι έμειναν μαζί τους μέχρι άλλες ηλικίες, μια νοσταλγικότητα περίεργη με στίχους που σημαίνουν περισσότερα σήμερα αλλά μουσικές που σήμαιναν περισσότερα χτες. Ένα πολιτισμικό μεταίχμιομεταίχμιο, πολιτισμικό σχεδόν.

(…)

- Ώστε από την Κρήτη, τη ρωτάει σοβαρός ο Κώστας.
- Η μαμά μου.
- Ο πατέρας σου;
- Πειραιά. Κακός συνδιασμός ε;
Γελάνε. Ο Κώστας γελάει με μισόκλειστα μάτια, το πράσινο να αχνοφαίνεται μέσα από τις βλεφαρίδες του. Χτυπάει το μαλακό πακέτο στην παλάμη του δυο τρεις φορές και κοιτάζει την Ελένη με βλέμμα που μαρτυρά ότι του αρέσει
.

(…)

Η Ελένη κατάλαβε ότι ο Κώστας πλησίαζε επειδή είδε το γελαστό πρόσωπο να τους κοιτάει και να περνάει το φανάρι. Μελαχρινό σκαρί, φαρδιές πλάτες και σμιχτά φρύδια, δυο μάτια αναπάντεχα πράσινα – έλαμπαν καθώς πλησίαζε – και παλάμες μεγάλες. Περπατούσε βαριά, “δήθεν αντρίκια”, σκέφτηκε η Ελένη και του χαμογέλασε όταν τους σύστησε ο Ηλίας. Μύριζε ελαφριά ιδρώτα , ή μάλλον όχι, μια μυρωδιά κάπως περίεργη που χτύπησε στα ρουθούνια της Ελένης και δεν μπορούσε να αποφασίσει αν της άρεσε ή αν την απωθούσε. Λίγο λεμόνι, λίγη ζάχαρη, λίγο γλυκό του κουταλιού. Της ήρθε μια γλυκερή γεύση στο στόμα. Και αναρωτήθηκε πώς να φιλάνε τα σκούρα χείλη.

Σχόλια εμψύχωσης πάντα ευπρόσδεκτα.

——————-
Δες την ανάρτηση με τις εξηγήσεις αν μπλέχτηκες.
Δες όλα τα αποσπάσματα από Τα Πρωινά Μετά.

Κάνε μου την τιμή στη σελίδα του Τα Πρωινά Μετά στο facebook