Συνέχεια.
“Είχε καλό μάτι. Ήταν οι φωτογραφίες της εικόνες βγαλμένες από καλλιτέχνη, ήταν η ματιά της τέτοια που η Δέσποινα έμενε να χαζεύει πάνω στο χαρτί μέρη που τα ήξερε από παιδί κι όμως κάπως διαφορετικά της φαίνονταν στη φωτογραφία. Όταν ο πατέρας έπεσε εκείνη έφυγε μέσα σε λίγους μήνες με μια παλιά φωτογραφική μηχανή στο χέρι. Πήγε στην Αθήνα, τελείωσε τη σχολή της κι άρχισε να δουλεύει σε μια εφημερίδα για ψίχουλα. Όταν γνώρισε το Φώτη κι έμεινε έγκυος το ανακοίνωσε λες και ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.
- Θα βάλω το όνομα της μαμάς, είπε στη Δέσποινα στο τηλέφωνο.
(…)
Ο Κώστας έχει δέσει τα χέρια του μπροστά του, μια στάση κλειστή και κοιτάει την Ελένη στο πρόσωπο αλλά δε μιλάει. Ο Γιάννης στηρίζεται στον πάγκο, το κεφάλι του κρεμασμένο μπροστά, προσβεβλημένος σχεδόν από την κατάντια της συζήτησης, από την κατάντια της παρέας. Κι ο Ηλίας βηματίζει πάνω κάτω στην κουζίνα σφίγγει και χαλαρώνει τις γροθιές του, οι φλέβες στα μπράτσα του πετάγονται και ηρεμούν σε γρήγορη εναλλαγή.
(…)
… τις δύο τάβλες στο χειρουργικό τραπέζι – “θα μου δέσουν τα χέρια” σκέφτηκε και θυμήθηκε ότι κάπου είχε ακούσει ότι ακόμα και αναίσθητο το σώμα αντιδρά στον πόνο – γέλασε ξέπνοα στην ιδέα μιας σφαλιάρας στο γιατρό την ούρα του χειρουργείου. Και μετά τίποτα. Και μετά σιωπή. Μετά υπήρχε μόνο ο τεχνητός ύπνος που βούλιαξε όταν μαζί με τον αναισθησιολόγο μέτρησε με μια μάσκα που ήταν αφύσικη και ξένη στο πρόσωπο της, “δέκα, εννιά, οχτώ… εφτ….”.
Σχόλια εμψύχωσης (όπως) πάντα ευπρόσδεκτα.
——————-
Δες την ανάρτηση με τις εξηγήσεις αν μπλέχτηκες.
Δες όλα τα αποσπάσματα από Τα Πρωινά Μετά.
Κάνε μου την τιμή στη σελίδα του Τα Πρωινά Μετά στο facebook